O Άγιος Μάμας ήταν προστάτης των βοσκών θεωρείται ο κυριότερος άγιος της Μικράς Ασίας, της Κύπρου και της Νάξου. Στην Κρήτη δεν υπάρχει ιδιαίτερη διασύνδεση του νησιού με τον Άγιο αυτό ο οποίος γεννήθηκε και μαρτύρησε στην Κύπρο. Μερικά χιλιόμετρα από το Σκορδύλο και λίγο μετά την διακλάδωση για τα Κρυά και σε υψόμετρο 500m είναι ο μικρός και σήμερα εγκαταλελημένος οικικισμός του Αγίου Μάμα. Από πού, πότε και για ποιο λόγο παίρνει το όνομα του ο οικισμός
μας είναι άγνωστο. Σίγουρο είναι ότι στην απογραφή του Petro Castrofylaca δεν συμπεριλαμβάνεται στα ονόματα των χωριών που καταγράφει. Όπως και με το Σκορδύλο ο Άγιος Μάμας γειτνιάζει με το κάστρο του Monte Forte και δεν είναι πιθανή μια καταστροφή του οικισμού από τις επιθέσεις πειρατών ή των Τούρκων πριν από την κατάληψη της Κρήτης το 1669. Η δημιουργία λοιπόν του οικισμού δεν μπορεί να είναι πριν από την Οθωμανική κατάκτηση. Στην εκκλησία που υπάρχει σήμερα στο οικισμό, από τις εργασίες που έχουν γίνει δεν προκύπτουν δείγματα παλαιοτέρου ναού αν και αυτό δεν πρέπει να αποκλειστεί αφού μέχρι τις μέρες μας δεν έχει γίνει κάποια οργανωμένη μελέτη για τον οικισμό.
Από την αρχιτεκτονική δομή των σπιτιών όμως βλέπουμε να εκλείπουν τα κλασσικά στοιχεία της οθωμανικής κατασκευής οικισμών, δεν υπάρχουν καμάρες και θα μπορούσαμε από την εικόνα που συναντούμε να ισχυριστούμε ότι ο οικισμός είναι κατασκευασμένος λίγο πριν το τέλος της ενετικής κυριαρχίας και λόγο της οικοδόμησής του σε σημείο πρόσφορο για κτηνοτροφικές δραστηριότητες να έλαβε το όνομα του Αγίου Μάμα, προστάτη των ποιμένων. Οι εναπομείναντες κάτοικοι ή οι κάτοικοι της οθωμανικής κυριαρχίας σεβόμενοι τις προηγούμενες του εξισλαμισμού παραδόσεις τους να μην άλλαξαν το όνομα του οικισμού, ίσως και φόβου προς τον άγιο. Σημαντικό πρόβλημα, που δεν επιτρέπει να γνωρίζουμε λεπτομέρειες είναι η καταστροφή των στοιχείων της απογραφής για την ανατολική Κρήτη του 1671 στην επανάσταση το 1898.
Η πρώτη ιστορική Μαρτυρία για τον οικισμό είναι η απογραφή του 1881. Στην απογραφή εκείνη μαθαίνουμε ότι το χωριό Άγιος Μάμας είναι τμήμα του Δήμου Ρουκάκας και κατοικούνταν από 42 άτομα όλα Μωαμεθανοί στο θρήσκευμα. Κατά πάσα πιθανότητα Αλήτες (οπαδοί της αίρεσης του Αλί) ουσιαστικά Σιήτες στο μουσουλμανικό δόγμα σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία των Οθωμανών που ήταν σουνίτες στο δόγμα. Πώς είναι δυνατόν να κατοικείται ένας οικισμός αποκλειστικά από μωαμεθανούς και να φέρει χριστιανικό όνομα είναι στην κυριολεξία ανεξήγητο. Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε κανένα άλλο χωριό της επαρχίας Σητείας και δεν γνωρίζουμε σε πόσα υπάρχουν και αν υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις.
Πάντως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι το χωριό κατοικούνταν από μωαμεθανούς, αφού υπάρχει πηγή με πολύ νερό το οποίο μάλιστα κατά τις παρατηρήσεις των εντόπιων λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε μεταλλικά στοιχεία μπορεί να προκαλέσει έντονους στομαχικούς πόνους και άλλα συμπτώματα σε όποιον το δοκιμάσει ενώ έχει εφίδρωση. Τα περιβόλια ήταν πάντα πλούσια και οι δυνατότητες να παραμένει κάποιος εκεί καλές. Τα ελαιόδεντρα της περιοχής είναι από τα παλιότερα ηλικιακά στην ευρύτερη περιοχή και τα βοσκοτόπια παρακείμενα και ευκόλως προσβάσημα. Το γεγονός ότι υπάρχουν οι δυνατότητες κτηνοτροφίας, ίσως να καθορίζει και το όνομα του οικισμού αφιερωμένο στο όνομα του Αγίου Μάμα.
Κατά την επανάσταση του 1897 ο οικισμός ερημώνει αφού οι κάτοικοι του φεύγουν για να σωθούν και πάνε στο χωριό Δάφνη όπου με τους λοιπούς ομοθρήσκους τους προσπαθούν να ξεφύγουν των σφαγών. Παραμένουν μόνο δύο οικογένειες στο χωριό εκείνες του Μεχμέτ Καπνισάκη τέσσερα άτομα και του Μουσταφά Βετζιράκη τρία άτομα. Κατά την έκθεση του γάλλου προξένου Σητείας ο οποίος αναφέρει όλο το χωρίο σαν σφαγμένους με αναλυτική αναφορά στο γένος και την ηλικία των κατοίκων, σε σύνολο 42 κατοίκων. Με την απογραφή του 1901 στο χωριό κατοικούν 6 άτομα. Αποτέλεσμα της απομάκρυνσή τους στο λιμάνι της Σητείας και επί πλέον 2 άτομα από τους κατοίκους είναι χριστιανοί. Πιθανότατα η οικογένεια Βεριγάκη η οποία είχε μείνει στο χωριό και μετά την αποχώρηση των Μωαμεθανών από την Κρήτη στην ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923.
Το παράδοξο στην αύξηση του πληθυσμού του Αγίου Μάμα είναι η απότομη πληθυσμιακή του αύξηση στην απογραφή του 1920. Λίγα χρόνια πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών ο Άγιος Μάμας κατοικείται με 23 κατοίκους δεν είναι όμως διευκρινισμένο για πόσους μωαμεθανούς και από πόσους χριστιανούς. Πρέπει ο αριθμός των Οθωμανών να ήταν μεγάλος γιατί και από τις διηγήσεις παλαιοτέρων μιλούν για τις καλές σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων εκείνη την περίοδο. Χαρακτηριστικό των αναφορών είναι ότι τα παιδιά, χριστιανοί και μωαμεθανοί, έπαιζαν μεταξύ τους αλλά και το γεγονός ότι οι μεγαλύτερη σε ηλικία άντρες κάθε Παρασκευή πήγαιναν στη Σητεία για να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Σήμερα ο οικισμός είναι άδειος. Από το 1980 μέχρι το 1988 λειτούργησε ελαιουργείο στο χωριό και κατοικήθηκε από τον ιδιοκτήτη του Ιωσήφ Λιγοψυχάκη. Βέβαια κάποιες οικοδομικές παρεμβάσεις αλλοίωσαν τη μορφή του οικισμού με την έννοια ότι τα προστέθηκε τσιμέντο και σύγχρονα υλικά για την κατασκευή. Στην ουσία όμως ο Άγιος Μάμας μπορεί να μας προσφέρει μια εικόνα για το πώς ήταν οι οικισμοί στην Κρήτη την Οθωμανική περίοδο.
μας είναι άγνωστο. Σίγουρο είναι ότι στην απογραφή του Petro Castrofylaca δεν συμπεριλαμβάνεται στα ονόματα των χωριών που καταγράφει. Όπως και με το Σκορδύλο ο Άγιος Μάμας γειτνιάζει με το κάστρο του Monte Forte και δεν είναι πιθανή μια καταστροφή του οικισμού από τις επιθέσεις πειρατών ή των Τούρκων πριν από την κατάληψη της Κρήτης το 1669. Η δημιουργία λοιπόν του οικισμού δεν μπορεί να είναι πριν από την Οθωμανική κατάκτηση. Στην εκκλησία που υπάρχει σήμερα στο οικισμό, από τις εργασίες που έχουν γίνει δεν προκύπτουν δείγματα παλαιοτέρου ναού αν και αυτό δεν πρέπει να αποκλειστεί αφού μέχρι τις μέρες μας δεν έχει γίνει κάποια οργανωμένη μελέτη για τον οικισμό.
Από την αρχιτεκτονική δομή των σπιτιών όμως βλέπουμε να εκλείπουν τα κλασσικά στοιχεία της οθωμανικής κατασκευής οικισμών, δεν υπάρχουν καμάρες και θα μπορούσαμε από την εικόνα που συναντούμε να ισχυριστούμε ότι ο οικισμός είναι κατασκευασμένος λίγο πριν το τέλος της ενετικής κυριαρχίας και λόγο της οικοδόμησής του σε σημείο πρόσφορο για κτηνοτροφικές δραστηριότητες να έλαβε το όνομα του Αγίου Μάμα, προστάτη των ποιμένων. Οι εναπομείναντες κάτοικοι ή οι κάτοικοι της οθωμανικής κυριαρχίας σεβόμενοι τις προηγούμενες του εξισλαμισμού παραδόσεις τους να μην άλλαξαν το όνομα του οικισμού, ίσως και φόβου προς τον άγιο. Σημαντικό πρόβλημα, που δεν επιτρέπει να γνωρίζουμε λεπτομέρειες είναι η καταστροφή των στοιχείων της απογραφής για την ανατολική Κρήτη του 1671 στην επανάσταση το 1898.
Η πρώτη ιστορική Μαρτυρία για τον οικισμό είναι η απογραφή του 1881. Στην απογραφή εκείνη μαθαίνουμε ότι το χωριό Άγιος Μάμας είναι τμήμα του Δήμου Ρουκάκας και κατοικούνταν από 42 άτομα όλα Μωαμεθανοί στο θρήσκευμα. Κατά πάσα πιθανότητα Αλήτες (οπαδοί της αίρεσης του Αλί) ουσιαστικά Σιήτες στο μουσουλμανικό δόγμα σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία των Οθωμανών που ήταν σουνίτες στο δόγμα. Πώς είναι δυνατόν να κατοικείται ένας οικισμός αποκλειστικά από μωαμεθανούς και να φέρει χριστιανικό όνομα είναι στην κυριολεξία ανεξήγητο. Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε κανένα άλλο χωριό της επαρχίας Σητείας και δεν γνωρίζουμε σε πόσα υπάρχουν και αν υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις.
Πάντως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι το χωριό κατοικούνταν από μωαμεθανούς, αφού υπάρχει πηγή με πολύ νερό το οποίο μάλιστα κατά τις παρατηρήσεις των εντόπιων λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε μεταλλικά στοιχεία μπορεί να προκαλέσει έντονους στομαχικούς πόνους και άλλα συμπτώματα σε όποιον το δοκιμάσει ενώ έχει εφίδρωση. Τα περιβόλια ήταν πάντα πλούσια και οι δυνατότητες να παραμένει κάποιος εκεί καλές. Τα ελαιόδεντρα της περιοχής είναι από τα παλιότερα ηλικιακά στην ευρύτερη περιοχή και τα βοσκοτόπια παρακείμενα και ευκόλως προσβάσημα. Το γεγονός ότι υπάρχουν οι δυνατότητες κτηνοτροφίας, ίσως να καθορίζει και το όνομα του οικισμού αφιερωμένο στο όνομα του Αγίου Μάμα.
Κατά την επανάσταση του 1897 ο οικισμός ερημώνει αφού οι κάτοικοι του φεύγουν για να σωθούν και πάνε στο χωριό Δάφνη όπου με τους λοιπούς ομοθρήσκους τους προσπαθούν να ξεφύγουν των σφαγών. Παραμένουν μόνο δύο οικογένειες στο χωριό εκείνες του Μεχμέτ Καπνισάκη τέσσερα άτομα και του Μουσταφά Βετζιράκη τρία άτομα. Κατά την έκθεση του γάλλου προξένου Σητείας ο οποίος αναφέρει όλο το χωρίο σαν σφαγμένους με αναλυτική αναφορά στο γένος και την ηλικία των κατοίκων, σε σύνολο 42 κατοίκων. Με την απογραφή του 1901 στο χωριό κατοικούν 6 άτομα. Αποτέλεσμα της απομάκρυνσή τους στο λιμάνι της Σητείας και επί πλέον 2 άτομα από τους κατοίκους είναι χριστιανοί. Πιθανότατα η οικογένεια Βεριγάκη η οποία είχε μείνει στο χωριό και μετά την αποχώρηση των Μωαμεθανών από την Κρήτη στην ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923.
Το παράδοξο στην αύξηση του πληθυσμού του Αγίου Μάμα είναι η απότομη πληθυσμιακή του αύξηση στην απογραφή του 1920. Λίγα χρόνια πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών ο Άγιος Μάμας κατοικείται με 23 κατοίκους δεν είναι όμως διευκρινισμένο για πόσους μωαμεθανούς και από πόσους χριστιανούς. Πρέπει ο αριθμός των Οθωμανών να ήταν μεγάλος γιατί και από τις διηγήσεις παλαιοτέρων μιλούν για τις καλές σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων εκείνη την περίοδο. Χαρακτηριστικό των αναφορών είναι ότι τα παιδιά, χριστιανοί και μωαμεθανοί, έπαιζαν μεταξύ τους αλλά και το γεγονός ότι οι μεγαλύτερη σε ηλικία άντρες κάθε Παρασκευή πήγαιναν στη Σητεία για να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Σήμερα ο οικισμός είναι άδειος. Από το 1980 μέχρι το 1988 λειτούργησε ελαιουργείο στο χωριό και κατοικήθηκε από τον ιδιοκτήτη του Ιωσήφ Λιγοψυχάκη. Βέβαια κάποιες οικοδομικές παρεμβάσεις αλλοίωσαν τη μορφή του οικισμού με την έννοια ότι τα προστέθηκε τσιμέντο και σύγχρονα υλικά για την κατασκευή. Στην ουσία όμως ο Άγιος Μάμας μπορεί να μας προσφέρει μια εικόνα για το πώς ήταν οι οικισμοί στην Κρήτη την Οθωμανική περίοδο.